- στρεπτός
- -ή,-όν A 6-3-0-1-0=10 Ex 25,11.24.25; 30,3.4plaited, twisted Ex 25,11; (τὸ) στρεπτόν braid Dt 22,12; moulding, capital (of a pillar) (archit. term) 1 Kgs 7,27Cf. LE BOULLUEC 1989 255.259.305; WEVERS 1990, 397
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
στρεπτός — easily twisted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτός — ή, ό / στρεπτός, ή, όν, ΝΜΑ [στρέφω] 1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτός περιδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδα νεοελλ. αυτός που μπορεί… … Dictionary of Greek
στρεπταῖς — στρεπτός easily twisted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπταί — στρεπτός easily twisted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτοί — στρεπτός easily twisted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτούς — στρεπτός easily twisted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτᾶς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῆς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇ — στρεπτός easily twisted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇσι — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇσιν — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)